- διοπτρικός
- -ή, -ό (AM διοπτρικός, -ή, -όν) [διόπτρα]Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτρα και τη χρήση τηςνεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στη διοπτρία ή τη διοπτρική2. φρ. «διοπτρικό τηλεσκόπιο» — αστρονομικό τηλεσκόπιο μόνο με φακούς, χωρίς κάτοπτροII. το θηλ. ως ουσ. η διοπτρικήμσν.- νεοελλ.ο κλάδος τής επιστήμης που μελετά τις διαστάσεις τών ουράνιων σωμάτωννεοελλ.ο κλάδος τής οπτικής που μελετά τους νόμους τής διάθλασης τού φωτόςαρχ.η γνώση τής χρησιμοποίησης τής διόπτραςIII. το ουδ. ως ουσ. το διοπτρικό (Α τα διοπτρικά)νεοελλ.κρυστάλλινη συσκευή με την οποία εκπέμπονται οι φωτεινές ακτίνες φάρου σε ορισμένο σημείοαρχ.η διοπτρική.
Dictionary of Greek. 2013.